- ὀρόβων
- ὄροβοςbitter vetchmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάζαρος — I (; – 1368). Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1334 68). Διαδέχθηκε τον Αθανάσιο Γ’ και αγωνίστηκε μαζί με την Αγιοταφική Αδελφότητα για τη διατήρηση της ελληνικής κυριότητας στα προσκυνήματα της Ιερουσαλήμ. Την περίοδο της πατριαρχίας του εγκαταστάθηκαν… … Dictionary of Greek
ορβιοπωλείον — ὀρβιοπωλεῑον, τὸ (ΑΜ) [ορβιοπώλης] κατάστημα πώλησης ορόβων … Dictionary of Greek
ορβιοπώλης — ὀρβιοπώλης και ορβοπώλης, o (ΑΜ) πωλητής ορόβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρόβιον / ὄροβος «είδος κτηνοτροφικού φυτού» + πώλης (< πωλῶ)] … Dictionary of Greek
ορβιοπωλία — ὀρβιοπωλία, ἡ (ΑΜ) [ορβιοπώλης] το δικαίωμα πώλησης ορόβων … Dictionary of Greek